- ανατασσομαι
- ἀνατάσσομαιἀνα-τάσσομαιатт. ἀνατάττομαι перечислять, повторять
(μαθήματα Plut.)
; пересказывать(διήγησιν NT.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μαθήματα Plut.)
; пересказывать(διήγησιν NT.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀνατάσσομαι — ἀνατάσσω countermand pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχάζω — ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή νεοελλ. 1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων») 2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν») β) ναυτ.… … Dictionary of Greek